άμνιο

άμνιο
Εμβρυϊκή μεμβράνη των ερπετών, των πτηνών και των θηλαστικών. Το έμβρυο στα σπονδυλωτά αυτά αναπτύσσεται μέσα σε έναν σάκο που είναι γεμάτος με υγρό. Τα τοιχώματά του έχουν δύο στρώσεις από επιθήλιο με μεσόδερμα και κοιλωματικό χώρο μεταξύ τους και σχηματίζονται συνήθως από αναδιπλώσεις του εξωεμβρυονικού εκτοδέρματος και μεσοδέρματος που αναπτύσσονται τριγύρω από το έμβρυο και τελικά το καλύπτουν. Το εσωτερικό επιθήλιο του τοιχώματος είναι το ά. (παρότι o όρος πολλές φορές αναφέρεται και σε ολόκληρο τον σάκο). Το εξωτερικό επιθήλιο ονομάζεται χόριο. Το αμνιακό υγρό μέσα στον σάκο προσφέρει ένα υγρό περιβάλλον για το έμβρυο, κατάσταση που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή των θηλαστικών της ξηράς. Το υγρό προστατεύει το έμβρυο από βλάβες που θα μπορούσαν να του προκαλέσουν τα διάφορα όργανα της μήτρας που βρίσκονται γύρω του και το πιέζουν.
* * *
το (AM ἀμνίον Ι)
ο εσώτατος υμένας που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση
αρχ.
είδος αγγείου όπου τοποθετούσαν το αίμα τών σφαγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *ἄμων παραγ. επίθ. τού ἀμῶμαι].[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἄμων < ἀμάω-άομαι «μαζεύω, συγκεντρώνω»
ΠΑΡ. νεοελλ. αμνιακός, αμνιίτιδα (ις), αμνιογραφία, αμνιόρροια, αμνιωτά, αμνιωτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμνίο — αμνίο, το και άμνιο, το (ιατρ.), η εσωτερική μεμβράνη που σκεπάζει το έμβρυο κατά την κύηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμνιακός — ή, ό (Εμβρυολ. Ανατ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άμνιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αρχ. ἀμνίον («ο εσώτατος υμένας που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση», πρβλ. άμνιο), πρβλ. αγγλ. amniac] …   Dictionary of Greek

  • μεμβράνη — Λεπτό φύλλο από εύκαμπτο υλικό, κυρίως ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Η μ. μπορεί να είναι προικισμένη με ορισμένες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα οι ημιδιαπερατές μ., οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση μορίων νερού μέσω αυτών, όχι όμως και των… …   Dictionary of Greek

  • αμνίον — (I) βλ. άμνιο. (II) ἀμνίον, το (Α) [ἀμνός] (υποκοριστικό τού αμνός) αρνάκι …   Dictionary of Greek

  • ομφάλιος — α, ο (ΑΜ ὀμφάλιος, ία, ον) [ομφαλός] το ουδ. ως ουσ. το ομφάλιον (στο Βυζ.) στρογγυλή πλάκα από χρωματιστό μάρμαρο που τοποθετείται στο κέντρο τού μωσαϊκού ή μαρμάρινου δαπέδου αιθουσών, ναών κ.λπ. νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… …   Dictionary of Greek

  • συντρόφι — το, Ν [σύντροφος] 1. (υποκορ. και με θωπευτική σημ.) αγαπημένος σύντροφος 2. κοινή ονομασία τού εσώτατου υμένα που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση, το αμνίο 3. ανδρικό εσώρουχο, σώβρακο …   Dictionary of Greek

  • υδράμνιο — το, και υδράμνιος, ο, Ν ιατρ. παθολογική αύξηση τής ποσότητας τού αμνιακού υγρού κατά το τέλος τής εγκυμοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydramnion (< υδρ(ο) * + άμνιο)] …   Dictionary of Greek

  • αλλαντοειδές — Ένας από τους υμένες που περιβάλλουν το έμβρυο των ζωικών οργανισμών. Στα θηλαστικά, εκτός από τον άνθρωπο, παρουσιάζεται ως αγγειοβριθής κύστη. Στον άνθρωπο έχει εκφυλιστεί και περιορίζεται σε μια δεσμίδα μεσεγχυματικού ιστού που περιβάλλει τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”